αναμάλλιασμα

αναμάλλιασμα
το, -ατος
το ανακάτωμα των μαλλιών, το χνούδιασμα υφάσματος ή νήματος: Τι αναμάλλιασμα ειν' αυτό, παιδί μου;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναμάλλιασμα — το [αναμαλλιάζω] 1. ανακάτωμα των μαλλιών 2. χνούδιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”